“Πού θα πας τώρα; Κωνσταντινούπολη; Με τίποτα!”, άκουσα τον παππού μου να λέει ανήσυχος. Μόλις είχα ολοκληρώσει την διήγηση μου για το πώς πέρασα στο ταξίδι μας με το Erasmus στο Πόρτο, τους έδειχνα φωτογραφίες και ενθουσιασμένος έλεγα τα ονόματα των νέων πορτογάλων φίλων μου. Παππούς και γιαγιά καμάρωναν πώς το εγγόνι τους, ούτε δώδεκα χρονών, τα κατάφερε με τη βοήθεια των δάσκαλων του να φτάσει στην άλλη άκρη της Ευρώπης. “Τώρα, επόμενο ταξίδι, Κωνσταντινούπολη, παππού!». Τι το ήθελα να το πω, ο παππούς άρχισε να μου λέει για παραβιάσεις των τουρκικών αεροπλάνων, για τα νησιά μας που οι Τούρκοι θέλουν δικά τους, για τις κυβερνήσεις μας που είναι σε κόντρα και πολλά που δε καταλάβαινα. Κάθε λίγο αναρωτιόταν: “Μα καλά, η μαμά και ο μπαμπάς, οι δάσκαλοι σου στο σχολείο δεν βλέπουν τι γίνεται, δεν ακούνε, δε καταλαβαίνουν; Μέχρι πόλεμος μπορεί να γίνει, δεν το καταλαβαίνουν”. Να σας πω την αλήθεια αγχώθηκα και το άγχος μου μεγάλωνε κάθε φορά που άκουγα στην τηλεόραση για προβλήματα με τους γείτονες. Μήπως είχε δίκιο ο δημοσιογράφος; Μήπως είμαστε εχθροί τελικά; Μια μέρα πριν, ενθουσιασμένος για το ταξίδι αλλά και πολύ φοβισμένος, αποφάσισα να μιλήσω στη μαμά και στο μπαμπά. “Μην ακούς χαζομάρες, μαθέ να γνωρίζεις ανθρώπους και μετά να κρίνεις. Βγάλε από τη καρδιά σου σύνορα και αποκλεισμούς και πήγαινε να το ευχαριστηθείς”. Καλά τα λέγανε, αλλά δεν ηρέμησα. Μέσα σε όλα προσθέστε και την ενενηντάχρονη προγιαγιά μου που έλεγε συνέχεια: “Να μη πας με τίποτα στην Αλεξανδρούπολη, Μαξιμάκο”. Την είχα διορθώσει πενήντα φορές “Κωνσταντινούπολη, γιαγιά” χωρίς αποτέλεσμα, οπότε δεν το ξαναπροσπάθησα. “Αυτοί”, μου λέει, “δεν είναι Χριστιανοί σαν και μας και θέλουν το κακό μας”. Έφτασε η μέρα στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Η δασκάλα μας μάς ανακοινώνει πως μια συμμαθήτριά μας δεν θα μπορέσει να ταξιδέψει. Πρόβλημα με το διαβατήριο, είπε. Αυτά είναι, λέω εγώ, άρχισαν τα “σπασίματα”, όπως σ’ εκείνον τον πολιτικό που δε τον έβαζαν στην Τουρκία. Δίκιο έχει ο παππούς, είμαστε αντίπαλοι με τους Τούρκους. Φτάνουμε στο σχολείο στη Κωνσταντινούπολη. Ο φόβος μου μεγάλος. Εκεί με περίμενε η οικογένεια που θα με φιλοξενούσε, μπαμπάς, μαμά και δυο παιδάκια. Καλοί φαίνονται, σκέφτηκα αμέσως. Όμως, λέω στον εαυτό μου, αποκλείεται, αυτοί δεν είναι σαν και εμάς, έχουμε διάφορες, το λέει και η τηλεόραση. Φτάνουμε σπίτι. Βλέπω ένα σπίτι σαν τα δικά μας. Τους άρεσαν και τα videogames σαν και εμένα. “Θες να παίξουμε FIFA;”, λέει ο Αyaz, το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας. Θέλω, λέω. “Τι λες, εθνικές ομάδες, Ελλάδα-Τουρκία;”, λέει γελώντας. “ΟΚ”, λέω. Αυτό ήταν, ο πάγος έσπασε. Για να μη κουράσω, αυτή η εβδομάδα ήταν από τις καλύτερες στη ζωή μου. Η οικογένεια με αγκάλιασε σαν δικό της παιδί, οι γονείς μας γίνανε φίλοι και κατέληξα να κλαίω και να μη θέλω να αποχωριστώ τους νέους φίλους μου, αλλά και την κυρία Αydan και τον κύριο Nazmi. Η Κωνσταντινούπολη είναι πανέμορφη, σε κάθε βόλτα με το σχολείο νόμιζα πως ζούσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι άνθρωποι. Ζεστοί άνθρωποι σαν και εμάς, που μας έδειξαν αγάπη και φιλοξενία. Καμία σχέση με αυτά που άκουγα στη τηλεόραση. Στο δωμάτιο […]