Τα δυο ουφ» από τη συλλογή διηγημάτων «Κουπιά στη στεριά» του Αχιλλέα Πελίδη. Μπορείτε να ακούσετε πρώτα το ηχητικό και να απολαύσετε τοδιήγημα, με την φωνή της γνωστής ραδιοφωνικής παραγωγού Αφροδίτης Σημίτη. dimlep · Τα δύο ούφ «Τα δύο ουφ» 7.15 π.μ. Σε μια μικρή χώρα, σε μια μικρή πόλη, σε μια μικρή γειτονιά, σε ένα μικρό σπίτι, ο μικρός Γιαννάκης ξυπνάει από τη μητέρα του για να πάει σχολείο. Αυτό του δημιουργεί ένα αίσθημα αποστροφής και την καθημερινή, πλέον, πρωινή ζοχάδα. -Έλα αγόρι μου, σήκω, του λέει η μητέρα του. -Θα πάω αύριο, δεν πάω σήμερα! -Καλά, καλά, σήκω τώρα… Αυτή περίπου είναι η αρχή ενός καθημερινού διαλόγου, με απρόβλεπτες διαφοροποιήσεις κάθε φορά, ως προς την αιτία που ο Γιαννάκης δεν θέλει να πάει σχολείο : «Πονάει το κεφάλι μου», «η κοιλιά μου», «δεν έχουμε σχολείο σήμερα» , ο δάσκαλος θα λείπει» , «πήρα άδεια να μην πάω»…. Η βαθύτερη αιτία, όμως, είναι άλλη κι ανομολόγητη, όπως ανομολόγητες είναι συνήθως οι βαθύτερες αιτίες. -Το γάλα σου…. -Δε μπορώ το άσπρο αυτό πράμα, παρ’ το από μπροστά μου, θα φάω στο σχολείο. Συνηθισμένες ανταλλαγές απόψεων, μεταξύ μητέρας και τέκνου, και να σου μετά αρχίζουν οι θεωρίες για τα κόκαλα : «είσαι αδύνατος» κι από ‘κει στο «δε διαβάζεις», «μα τι έχω κάνει και με βασανίζεις», «γιατί δεν είσαι σαν τα άλλα τα παιδία» κι αρχίζουν και τα ονομαστικά παραδείγματα: o Θανάσης, ο Γρηγόρης και τα άλλα παιδιά που χρησιμεύουν σαν υποδείγματα και με επιτυχία σπάνε τα νεύρα του Γιαννάκη. Ο Γιαννάκης, όταν αισθάνεται πληγωμένος, δεν μπορεί να το κρύψει καλά. Θύμος, αντίδραση λόγια οργής και περισσότερο, σκέψεις, σκέψεις βαθιές που μέσα στην ψυχή του σχηματοποιούνται σε φανταστικές εικόνες και σενάρια: Oι γονείς του να τον χάνουνε, να ανησυχούν, να τον ψάχνουν και να μετανιώνουν πικρά για τα λόγια τους. Κι αυτός από κάποια γωνιά να παρακολουθεί με ικανοποίηση τον πόνο που προκάλεσε η απουσία του. Έτσι, για να μάθουν, να στεναχωρηθούν και να καταλάβουν… Πήρε την τσάντα του, που την είχε πεταμένη σε μια γωνία με ανακατεμένα τα βιβλία, όπως την έφερε χθες από το σχολείο του και ξεκίνησε να πάρει το σχολικό. Έξω είχε ξημερώσει ένας λαμπρός ήλιος κι αυτός βγήκε σκοτεινιασμένος, με κατεβασμένο το κεφάλι, μουρμουρίζοντας και κλωτσώντας τα χαλίκια στο δρόμο . Στο δρόμο κι άλλα παιδιά ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή για το σχολείο, κουβαλώντας τις τεράστιες αναλογικά τσάντες τους. Έμοιαζαν από μακριά σαν τα μυρμηγκάκια που κυκλοφορούν κι αυτά ακανόνιστα κι οι τσάντες τους ενσωματωμένες στο σουλούπι τους θύμιζαν ακόμα περισσότερο το μεγάλο κορμό των συμπαθητικών αυτών αρθροπόδων . Στη στάση δε χρειάστηκε να περιμένει. Επιβιβάστηκε βιαστικά και σε μια στιγμή το πρόσωπο του έλαμψε. Με μια καλυμμένη κίνηση, δήθεν τυχαία προσπάθησε να φτιάξει το μαλλάκι του «για να μην πετάει», όπως του έλεγε κι η μαμά του .Ήταν εκεί εκείνη… Πήγαινε Γυμνάσιο σίγουρα, κάποια χρόνια μεγαλύτερη του, καστανή και χαμογελαστή, με τις παρέες της να την περιτριγυρίζουν. Όσες φορές αποταμίευσε λίγο θάρρος και τόλμησε να την κοιτάξει, τύχαινε να συναντά αυτό το χαμογελαστό πρόσωπο. Έμενε […]